- προσεψηφίσθη
- προσψηφίζομαιvote besidesaor ind pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσψηφίζομαι — Α 1. αποφασίζω κάτι επί πλέον με την ψήφο μου 2. (παθ. τριτοπροσ.) προσεψηφίσθη αποφασίστηκε επί πλέον με ψηφοφορία … Dictionary of Greek